- κουράτορος
- κουράτωρcuratormasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κουρατορεύω — (Α) [κουράτωρ] είμαι κουράτωρ*, έχω το αξίωμα τού κουράτορος, ασκώ τα καθήκοντα τού κουράτορος … Dictionary of Greek
κουρατορία — και κουρατωρία, ἡ (ΑM κουρατορία, Α και κουρατορεία) (στη Ρώμη και στο Βυζάντιο) το αξίωμα τού κουράτορος, τού επιμελητή και επόπτη, ιδίως, τών βασιλικών κτημάτων αρχ. το κτήμα που βρίσκεται υπό επιστασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κουρατορία < κουράτωρ,… … Dictionary of Greek